- τσανάκι
- το(λ. τουρκ.)1. πήλινο πιάτο, γαβάθι.2. μτφ., άνθρωπος αισχρός, αχρείος, κάθαρμα: Είναι ένα τσανάκι αυτός!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσανάκι — το, Ν 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;») 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση 4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου» α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω… … Dictionary of Greek
τσανάκα — η, Ν μεγάλο τσανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
τσανακογλείφτης — ο, Ν κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + γλείφω] … Dictionary of Greek
ceanac — CEANÁC, ceanace, s.n. (reg.) Strachină mare (de lut sau de lemn). – Din tc. çanak. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 ceanác s. n. (sil. cea ), pl. ceanáce Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic ceanác ( enáce) … Dicționar Român
τσανάκα — η μεγάλο τσανάκι, γαβάθα, σκουτέλα, πιατέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)